- πολύσπιλος
- -ον, ΜΑ1. αυτός που έχει πολλές κηλίδες2. μτφ. αυτός που επιφέρει ψόγο, άξιος μομφής, αξιόμεμπτος («ὁ πολύσπιλος τῆς πορνείας δαίμων», Νείλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + σπίλος «κηλίδα, λεκές» (πρβλ. κατά-σπιλος)].
Dictionary of Greek. 2013.